ξύγγνωμον

ξύγγνωμον
συγγνώμων
agreeing with
masc/fem voc sg
συγγνώμων
agreeing with
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγγνώμων — και αττ. τ. ξυγγνώμων, ύγγνωμον, Α 1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», Πλούτ.) 2. αυτός που γνωρίζει κάτι μαζί με άλλον 3. πρόθυμος στο να συγχωρεί, επιεικής 4. (με παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”